αναπληρώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 68: Γραμμή 68:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|αναπληρωνω}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[mg:αναπληρώνω]]
[[mg:αναπληρώνω]]

Αναθεώρηση της 10:16, 22 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναπληρώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

αναπληρώνω

  1. αντικαθιστώ κάποιον και εκτελώ τις λειτουργίες που, για κάποιον προσωρινό ή μόνιμο λόγο, δεν είναι σε κατάσταση να εκπληρώσει μόνος του

Κλίση

Μεταφράσεις