καταθλιμμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 89: Γραμμή 89:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα-ελλ}}

{{κλείδα ταξινόμησης|καταθλιμμενοσ}}

Αναθεώρηση της 23:25, 23 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταθλιμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καταθλίβω

Μετοχή

καταθλιμμένος, -η, -ο

  1. → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις