αυτόματο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr
Γραμμή 92: Γραμμή 92:
{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[chr:αυτόματο]]
[[en:αυτόματο]]
[[en:αυτόματο]]

Αναθεώρηση της 18:00, 13 Αυγούστου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αυτόματο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αυτόματο ουδέτερο

  1. φορητό, αυτόματα επαναφορτιζόμενο, πυροβόλο όπλο, μεσαίου μεγέθους κατάλληλο κυρίως για κοντινές αποστάσεις

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αυτόματο