καινοτόμος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 12: Γραμμή 12:
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
# [[νεωτεριστής]], [[μεταρρυθμιστής]]
# [[νεωτεριστής]], [[μεταρρυθμιστής]]

===μερική συνωνυμία===
* [[εναλλακτικός]]





Αναθεώρηση της 03:33, 7 Οκτωβρίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καινοτόμος < αρχαία ελληνική < καινός + τομ- (τέμνω, τομή)

Επίθετο

καινοτόμος, -α/-ος, -ο αρσενικό

  1. που καινοτομεί, που εισάγει μια καινοτομία, νεωτεριστικός
    καινοτόμες μεταρρυθμίσεις

Ουσιαστικό

καινοτόμος αρσενικό

  1. νεωτεριστής, μεταρρυθμιστής

μερική συνωνυμία


Μεταφράσεις