τραυματίας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ διαγραφή των interwikis |
||
Γραμμή 60: | Γραμμή 60: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[mg:τραυματίας]] |
Αναθεώρηση της 23:22, 25 Μαΐου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τραυματίας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τραυματίας αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει υποστεί τραυματισμό, ο τραυματισμένος
- ο απολογισμός του τραγικού τροχαίου ήταν δύο νεκροί και δύο τραυματίες