διστάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 19: Γραμμή 19:
* {{eo}} : {{τ|eo|heziti}}
* {{eo}} : {{τ|eo|heziti}}
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} -->
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} -->
* {{ja}} : {{τ|ja|躊躇うtransitive|tr=tamerau}}
* {{ja}} : {{τ|ja|躊躇うtransitive|R=tamerau}}
<!-- * {{ia}} : {{τ|ia|XXX}} -->
<!-- * {{ia}} : {{τ|ia|XXX}} -->
<!-- * {{io}} : {{τ|io|XXX}} -->
<!-- * {{io}} : {{τ|io|XXX}} -->

Αναθεώρηση της 15:42, 19 Δεκεμβρίου 2018

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διστάζω < αρχαία ελληνική διστάζω

Ρήμα

διστάζω

  1. το να μην είμαι σίγουρος/-η

Μεταφράσεις