ψήγμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
|||
Γραμμή 7: | Γραμμή 7: | ||
# ό,τι προέρχεται από τριβή και απόξεση, απόξεσμα, ρίνισμα |
# ό,τι προέρχεται από τριβή και απόξεση, απόξεσμα, ρίνισμα |
||
# (ιδίως στον πληθυντικό) ''ψήγματα'', λεπτότατα κομμάτια μετάλλου |
# (ιδίως στον πληθυντικό) ''ψήγματα'', λεπτότατα κομμάτια μετάλλου |
||
# |
#* '''''ψήγματα''' χρυσού'' |
||
# {{μτφρ}} ''(συνήθως αρνητικά)'': ελάχιστη ποσότητα, ελάχιστο [[δείγμα]], «[[ίχνος]]» |
|||
#* ''τα λεγόμενά του είναι ζήτημα εάν περιέχουν '''ψήγμα''' αλήθειας'' |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 19:02, 24 Μαρτίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψήγμα < αρχαία ελληνική ψῆγμα
Ουσιαστικό
ψήγμα ουδέτερο
- ό,τι προέρχεται από τριβή και απόξεση, απόξεσμα, ρίνισμα
- (ιδίως στον πληθυντικό) ψήγματα, λεπτότατα κομμάτια μετάλλου
- ψήγματα χρυσού
- (μεταφορικά) (συνήθως αρνητικά): ελάχιστη ποσότητα, ελάχιστο δείγμα, «ίχνος»
- τα λεγόμενά του είναι ζήτημα εάν περιέχουν ψήγμα αλήθειας