inkling

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

inkling (en)

  1. ψήγμα γνώσης, νύξη, "μυρωδιά", ψύλλιασμα, μία ισχνή ιδέα (πχ. για το τι συμβαίνει)
  2. ακαθόριστη ή ελάχιστη ιδέα, υπόνοια