Εύκλεος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Εύκλεος < αρχαία ελληνική Εὔκλεος < εὐ- + κλέος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Εύκλεος αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Εύκλεος
|