Θεολογίτου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Θεολογίτου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Θεολογίτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Θεολογίτου θηλυκό
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Θεολογίτης
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Θεολογίτου αρσενικό
- (λόγιο) γενική ενικού του Θεολογίτης