Ιεράρχης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ιεράρχης, ἱεράρχης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ιεράρχης < ιεράρχης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.eˈɾaɾ.çis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ι‐ε‐ράρ‐χης

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ιεράρχης αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (χριστιανισμός) ένας από τους Τρεις Ιεράρχες (Mέγας Bασίλειος, Iωάννης Xρυσόστομος και Γρηγόριος Nαζιανζηνός) → δείτε τη λέξη ιεράρχης