Ιερά Σύνοδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ιερά Σύνοδος θηλυκό
- (εκκλησιαστικός όρος) ανώτατο εκκλησιαστικό όργανο διοίκησης για τις αυτοκέφαλες ορθόδοξες εκκλησίες
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ιερά Σύνοδος