Κάλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κάλι <
- τοπωνύμιο Κολομβίας < ισπανική Cali
- ιταλική πόλη < (άμεσο δάνειο) ιταλική Cagli
- θεά ινδουισμού < Kali, σανσκριτική काली (kālī, μαύρη)
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Κάλι ουδέτερο
- πόλη και ποταμός της Κολομβίας
- πόλη της Ιταλίας
- (ινδουισμός) θεά της ινδικής μυθολογίας που κατανικά τις κακές δυνάμεις
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεά ινδουισμού
|
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια - τοπωνύμια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σανσκριτικά (νέα ελληνικά)
- Μεταγραφές (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Κολομβίας (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Κολομβίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ποταμοί της Κολομβίας (νέα ελληνικά)
- Ποταμοί (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Ιταλίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ιταλίας (νέα ελληνικά)
- Ινδουισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)