Κουρτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κουρτ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Kurt

Μεταγραφή[επεξεργασία]

Κουρτ αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]