Ματθαίου
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ματθαίου < γενική ενικού του αρσενικού Ματθαίος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ματθαίου αρσενικό ή θηλυκό (αρσενικό Ματθαίος)
Ματθαίου αρσενικό ή θηλυκό (αρσενικό Ματθαίος)