Μύνστερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μύνστερ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Münster
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈmin.steɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μύν‐στερ
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Μύνστερ ουδέτερο άκλιτο
- μη απλποιημένη γραφή του Μίνστερ