ΝΑΤΟ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ΝΑΤΟ < (ορθογραφικό δάνειο) αγγλική North Atlantic Treaty Organisation
Προφορά
[επεξεργασία]
Συντομομορφή
[επεξεργασία]ΝΑΤΟ ουδέτερο άκλιτο ακρωνύμιο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
ΝΑΤΟ στη Βικιπαίδεια