Οντίλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Οντίλ < (λόγιο δάνειο) γαλλική Odile

Μεταγραφή[επεξεργασία]

Οντίλ θηλυκό