Σαριντζιώτου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σαριντζιώτου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Σαριντζιώτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sa.ɾinˈd͡zʝo.tu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σα‐ριν‐τζιώ‐του
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σαριντζιώτου θηλυκό άκλιτο