Σντερότ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Σντερότ < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή שדרות

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Σντερότ θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]