Σταυρίτες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ποντιακά (pnt)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Σταυρίτες < από την εορτή της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου) → δείτε τη λέξη σταυρός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σταυρίτες αρσενικό
- (μήνας) o Σεπτέμβριος
- ※ Αρ' έρθεν το μοθόπωρον, τ' Αγεσερί' εδέβεν | Σταυρίτα φαίνεται γραού και δείσα σα ραχία | και αρχινούν τα φυσετούς, σκαλών'νε τα κρυάδας (βλ. Δημητρίου Κ. Παπαδόπουλου, «Έθιμα και δοξασίαι του χωρίου Σταυρίν», Αρχείον Πόντου 21 (1956), σ. 107)
- ※ Ο Σταυρίτες ξύν' τα φύλλα | και μαραίντανε τα ξύλα (παραδοσιακό ποντιακό δίστιχο για το μήνα Σεπτέμβριο)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Σταυρίτες στην ποντιακή Βικιπαίδεια