Στενιές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Στενιές < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Στενιές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό (καθαρεύουσα: Στενιαί)
Στενιές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό (καθαρεύουσα: Στενιαί)