ΤΟΜΠ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ΤΟΜΠ < : Τεθωρακισμένο Όχημα Μεταφοράς Προσωπικού.
Συντομομορφή
[επεξεργασία]Τ.Ο.Μ.Π. ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο
- στρατιωτικό τεθωρακισμένο όχημα για μεταφορά οπλιτών