Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τιγκράν

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Τιγκράν < άμεσο δάνειο από την αρμενική Տիգրան (Tigran)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Τιγκράν αρσενικό, άκλιτο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]