Τοντόροβα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- Τοντόροβα < μεταγραφή για τη βουλγαρική Тодорова (Tódorova)
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Τοντόροβα θηλυκό (αρσενικό: Τοντόροφ, σύμφωνα με τον τονισμό στη βουλγαρική: Τόντοροφ)
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- Τοντόροβα < (μεταγραμματισμός) βουλγαρική Тодорова (Tódorova), ενδεχομένως από την αγγλική Todorova
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Τοντόροβα θηλυκό
Μεταγραφές
[επεξεργασία]- ως ελληνικό επώνυμο:
Αναφορές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Μεταγραμμένοι όροι - επώνυμα από τα βουλγαρικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -οβα (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - επώνυμα από τα βουλγαρικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - επώνυμα από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)