Φαρακλό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Φαρακλό < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fa.ɾaˈklo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φα‐ρα‐κλό
παρώνυμο: φαλακρό

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Φαρακλό αρσενικό

  1. σχεδόν παράλιος οικισμός της Νάξου, ο βορειότερος του νησιού
  2. ημιορεινό χωριό της Λακωνίας, κοντά στους Μολάους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]