Χοβακίμ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Χοβακίμ < άμεσο δάνειο από την αρμενική Հովակիմ (Hovakim)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Χοβακίμ αρσενικό, άκλιτο
Χοβακίμ αρσενικό, άκλιτο