άρα μάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άρα μάρα < άρα / αρά + μάρα (= μαρασμός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άρα μάρα θηλυκό άκλιτο

  1. (λαϊκότροπο) έκφραση για δήλωση απόλυτης αδιαφορίας για τις συνέπειες ή επιπτώσεις
  2. (στον πληθυντικό) άρες μάρες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]