άρες μάρες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈa.ɾes ˈma.ɾes/
Έκφραση[επεξεργασία]
άρες μάρες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | άρες μάρες | ||
γενική | των | άρες μάρες | ||
αιτιατική | τις | άρες μάρες | ||
κλητική | άρες μάρες | |||
ΑΚΛΙΤΟ | ||||
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- ασυναρτησίες, ανοησίες, ασύντακτος λόγος.
- ※ Ἄρες μάρες πιά, Μοῦσα, μὴν ψάλλῃς, / καιρὸς εἶναι τὰ μέτρα ν' ἀφήσῃς, / ἔλα γνῶσι ὀλίγη νὰ βάλῃς, / καὶ μὲ κόσμο καὶ ὕλη νὰ ζήσῃς. (Γεώργιος Σουρής, Ύλη)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ανοησίες
- αρλούμπες
- ασυναρτησίες
- κουραφέξαλα
- κουταμάρες
- από την Πόλη έρχομαι και στη κορφή κανέλα
- τρία πουλάκια κάθονταν...
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άρες μάρες
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)