ένας σκασμός λεφτά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ένας σκασμός λεφτά < → δείτε τις λέξεις ένας, σκασμός και λεφτά στην αιτιατική πληθυντικού (από λεφτά)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈenas skaˈzmos leˈfra/

Έκφραση[επεξεργασία]

ένας σκασμός λεφτά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]