ένας σκασμός λεφτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ένας σκασμός λεφτά < → δείτε τις λέξεις ένας, σκασμός και λεφτά στην αιτιατική πληθυντικού (από λεφτά)
Προφορά[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
ένας σκασμός λεφτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προφορική έκφραση για τα πολλά λεφτά
|