ίσον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ίσον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ίσος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ίσον ουδέτερο
- το γραπτό σημείο (=) το οποίο δηλώνει ότι αυτό που προηγείται του σημείου ισούται με αυτό που ακολουθεί
- (μαθηματικά) προφορική έκφραση του συμβόλου της ισότητας που αντιστοιχεί στα: ισούται με το, είναι ίσο με το
- δύο συν δύο ίσον τέσσερα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σύμβολο