ακινητώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακινητώ < αρχαία ελληνική ἀκινητῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

ακινητώ

  1. βρίσκομαι σε κατάσταση ακινησίας
    ※  Τα αστέρια ακινητούν παγωμένα. (Μάκης Πανώριος, Το ρολόι)
  2. τίθεμαι σε κατάσταση ακινησίας

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]