ακλείδωτα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακλείδωτα < ακλείδωτος + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]ακλείδωτα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακλείδωτα
|
ακλείδωτα
|