ακουστά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακουστά < ακουστός

Επίρρημα[επεξεργασία]

ακουστά

  1. για κάτι που το έχουμε ακούσει, που το γνωρίζουμε εξ ακοής
    Τον ξέρεις τον Τάδε το γιατρό; - Τον έχω ακουστά.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ακουστά