ακουστά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ακουστά < ακουστός
Επίρρημα[επεξεργασία]
ακουστά
- για κάτι που το έχουμε ακούσει, που το γνωρίζουμε εξ ακοής
- Τον ξέρεις τον Τάδε το γιατρό; - Τον έχω ακουστά.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακουστά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ακουστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ακουστό