αλβανίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλβανίζω < Αλβαν(ός) + -ίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /al.vaˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλ‐βα‐νί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αλβανίζω

  1. μιλώ αλβανικά
  2. (κατ’ επέκταση) μιμούμαι τα αλβανικά ήθη
  3. έχω φιλικές σχέσεις με τους Αλβανούς

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]