αλευροσταυρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλευροσταυρώνω < αλευροσταύρωμα
Ρήμα
[επεξεργασία]αλευροσταυρώνω, πρτ.: αλευροσταύρωνα, στ.μέλλ.: θα αλευροσταυρώσω, αόρ.: αλευροσταύρωσα, παθ.φωνή: αλευροσταυρώνομαι, μτχ.π.π.: αλευροσταυρωμένος
- με τον δείκτη του δεξιού χεριού κάνω το αλευροσταύρωμα πριν ξεκινήσω να ζυμώνω, σύμφωνα με χριστιανικό έθιμο.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σταυρός
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλευροσταυρώνω | αλευροσταύρωνα | θα αλευροσταυρώνω | να αλευροσταυρώνω | αλευροσταυρώνοντας | |
β' ενικ. | αλευροσταυρώνεις | αλευροσταύρωνες | θα αλευροσταυρώνεις | να αλευροσταυρώνεις | αλευροσταύρωνε | |
γ' ενικ. | αλευροσταυρώνει | αλευροσταύρωνε | θα αλευροσταυρώνει | να αλευροσταυρώνει | ||
α' πληθ. | αλευροσταυρώνουμε | αλευροσταυρώναμε | θα αλευροσταυρώνουμε | να αλευροσταυρώνουμε | ||
β' πληθ. | αλευροσταυρώνετε | αλευροσταυρώνατε | θα αλευροσταυρώνετε | να αλευροσταυρώνετε | αλευροσταυρώνετε | |
γ' πληθ. | αλευροσταυρώνουν(ε) | αλευροσταύρωναν αλευροσταυρώναν(ε) |
θα αλευροσταυρώνουν(ε) | να αλευροσταυρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλευροσταύρωσα | θα αλευροσταυρώσω | να αλευροσταυρώσω | αλευροσταυρώσει | ||
β' ενικ. | αλευροσταύρωσες | θα αλευροσταυρώσεις | να αλευροσταυρώσεις | αλευροσταύρωσε | ||
γ' ενικ. | αλευροσταύρωσε | θα αλευροσταυρώσει | να αλευροσταυρώσει | |||
α' πληθ. | αλευροσταυρώσαμε | θα αλευροσταυρώσουμε | να αλευροσταυρώσουμε | |||
β' πληθ. | αλευροσταυρώσατε | θα αλευροσταυρώσετε | να αλευροσταυρώσετε | αλευροσταυρώστε | ||
γ' πληθ. | αλευροσταύρωσαν αλευροσταυρώσαν(ε) |
θα αλευροσταυρώσουν(ε) | να αλευροσταυρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αλευροσταυρώσει | είχα αλευροσταυρώσει | θα έχω αλευροσταυρώσει | να έχω αλευροσταυρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αλευροσταυρώσει | είχες αλευροσταυρώσει | θα έχεις αλευροσταυρώσει | να έχεις αλευροσταυρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αλευροσταυρώσει | είχε αλευροσταυρώσει | θα έχει αλευροσταυρώσει | να έχει αλευροσταυρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αλευροσταυρώσει | είχαμε αλευροσταυρώσει | θα έχουμε αλευροσταυρώσει | να έχουμε αλευροσταυρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αλευροσταυρώσει | είχατε αλευροσταυρώσει | θα έχετε αλευροσταυρώσει | να έχετε αλευροσταυρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αλευροσταυρώσει | είχαν αλευροσταυρώσει | θα έχουν αλευροσταυρώσει | να έχουν αλευροσταυρώσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλευροσταυρώνω
|