αλλοτριώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αλλοτριώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλλοτριώνω
- θα αλλοτριώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλλοτριώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αλλοτριώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αλλοτρίωση