αλτρουιστικό
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αλτρουιστικό
- αιτιατική ενικού του αλτρουιστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αλτρουιστικός