αμβλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμβλώνω < αρχαία ελληνική ἀμβλόω / ἀμβλῶ < ἀμβλύς

Ρήμα[επεξεργασία]

αμβλώνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]