αμμοβολώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]αμμοβολώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αμμοβολώ | αμμοβολούσα | θα αμμοβολώ | να αμμοβολώ | αμμοβολώντας | |
β' ενικ. | αμμοβολείς | αμμοβολούσες | θα αμμοβολείς | να αμμοβολείς | (αμμοβόλει) | |
γ' ενικ. | αμμοβολεί | αμμοβολούσε | θα αμμοβολεί | να αμμοβολεί | ||
α' πληθ. | αμμοβολούμε | αμμοβολούσαμε | θα αμμοβολούμε | να αμμοβολούμε | ||
β' πληθ. | αμμοβολείτε | αμμοβολούσατε | θα αμμοβολείτε | να αμμοβολείτε | αμμοβολείτε | |
γ' πληθ. | αμμοβολούν(ε) | αμμοβολούσαν(ε) | θα αμμοβολούν(ε) | να αμμοβολούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αμμοβόλησα | θα αμμοβολήσω | να αμμοβολήσω | αμμοβολήσει | ||
β' ενικ. | αμμοβόλησες | θα αμμοβολήσεις | να αμμοβολήσεις | αμμοβόλησε | ||
γ' ενικ. | αμμοβόλησε | θα αμμοβολήσει | να αμμοβολήσει | |||
α' πληθ. | αμμοβολήσαμε | θα αμμοβολήσουμε | να αμμοβολήσουμε | |||
β' πληθ. | αμμοβολήσατε | θα αμμοβολήσετε | να αμμοβολήσετε | αμμοβολήστε | ||
γ' πληθ. | αμμοβόλησαν αμμοβολήσαν(ε) |
θα αμμοβολήσουν(ε) | να αμμοβολήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αμμοβολήσει | είχα αμμοβολήσει | θα έχω αμμοβολήσει | να έχω αμμοβολήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αμμοβολήσει | είχες αμμοβολήσει | θα έχεις αμμοβολήσει | να έχεις αμμοβολήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αμμοβολήσει | είχε αμμοβολήσει | θα έχει αμμοβολήσει | να έχει αμμοβολήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αμμοβολήσει | είχαμε αμμοβολήσει | θα έχουμε αμμοβολήσει | να έχουμε αμμοβολήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αμμοβολήσει | είχατε αμμοβολήσει | θα έχετε αμμοβολήσει | να έχετε αμμοβολήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αμμοβολήσει | είχαν αμμοβολήσει | θα έχουν αμμοβολήσει | να έχουν αμμοβολήσει |
|