αμμοβολώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αμμοβολώ < αμμοβολή +

αμμοβολώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]