αμμοβολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμμοβολή < άμμ(ος) + -ο- + βολή, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sandblasting
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμμοβολή θηλυκό
- (τεχνολογία) μέθοδος καθαρισμού αντικειμένων ή επιφανειών (όπως αφαίρεση σκουριάς, βερνικιού, χρώματος κ.λπ.), ή εγγραφής κι επεξεργασίας (λ.χ. στην υαλουργία) με εκτόξευση άμμου με πίεση
[επεξεργασία]
- αμμοβολέας
- αμμοβολείο
- αμμοβολιστής
- αμμοβολώ
- → δείτε τις λέξεις άμμος και βάλλω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)