αμορτί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμορτί ουδέτερο άκλιτο
- (λαϊκότροπο) (οικονομία) η απόσβεση του ποσού που ποντάρουμε σε στοίχημα, λαχείο κ.λπ., δηλαδή το κέρδισμα του ποσού του πονταρίσματος, της αξίας αγοράς του λαχείου κλπ.
- ένα λαχείο είναι η ζωή ας είναι κι αμορτί (Από το τραγούδι «Η εκδρομή» σε στίχους και μουσική Γιάννη Μηλιώκα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμορτί
|
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)