αναγνώσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αναγνώσω
- α΄ πρόσωπο ενικού εξαρτημένου τύπου του αναγινώσκω→ δείτε το αρχαίο ἀναγιγνώσκω
- α΄ πρόσωπο ενικού εξαρτημένου τύπου του αναγνώθω
Πηγές[επεξεργασία]
- αναγινώσκω, αναγνώθω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας