ανακλητικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανακλητικώς < αρχαία ελληνική ἀνακλητικῶς < ἀνακλητικός < ἀνακαλέω / ἀνακαλῶ < καλέω / καλῶ
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανακλητικώς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανακλητικώς
|