αναμείξεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αναμείξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναμειγνύω
- θα αναμείξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναμειγνύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]αναμείξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανάμειξη