αναπαύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αναπαύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανάπαυση
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αναπαύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναπαύω
- θα λύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναπαύω