αναρρωμένων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]αναρρωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αναρρωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αναρρωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αναρρωμένος