αναστατώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]αναστατώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος αναστατώνω
Ρήμα
[επεξεργασία]αναστατώνομαι
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναστατώνομαι | αναστατωνόμουν(α) | θα αναστατώνομαι | να αναστατώνομαι | ||
β' ενικ. | αναστατώνεσαι | αναστατωνόσουν(α) | θα αναστατώνεσαι | να αναστατώνεσαι | (αναστατώνου) | |
γ' ενικ. | αναστατώνεται | αναστατωνόταν(ε) | θα αναστατώνεται | να αναστατώνεται | ||
α' πληθ. | αναστατωνόμαστε | αναστατωνόμαστε αναστατωνόμασταν |
θα αναστατωνόμαστε | να αναστατωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αναστατώνεστε | αναστατωνόσαστε αναστατωνόσασταν |
θα αναστατώνεστε | να αναστατώνεστε | (αναστατώνεστε) | |
γ' πληθ. | αναστατώνονται | αναστατώνονταν αναστατωνόντουσαν |
θα αναστατώνονται | να αναστατώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναστατώθηκα | θα αναστατωθώ | να αναστατωθώ | αναστατωθεί | ||
β' ενικ. | αναστατώθηκες | θα αναστατωθείς | να αναστατωθείς | αναστατώσου | ||
γ' ενικ. | αναστατώθηκε | θα αναστατωθεί | να αναστατωθεί | |||
α' πληθ. | αναστατωθήκαμε | θα αναστατωθούμε | να αναστατωθούμε | |||
β' πληθ. | αναστατωθήκατε | θα αναστατωθείτε | να αναστατωθείτε | αναστατωθείτε | ||
γ' πληθ. | αναστατώθηκαν αναστατωθήκαν(ε) |
θα αναστατωθούν(ε) | να αναστατωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναστατωθεί | είχα αναστατωθεί | θα έχω αναστατωθεί | να έχω αναστατωθεί | αναστατωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αναστατωθεί | είχες αναστατωθεί | θα έχεις αναστατωθεί | να έχεις αναστατωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναστατωθεί | είχε αναστατωθεί | θα έχει αναστατωθεί | να έχει αναστατωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναστατωθεί | είχαμε αναστατωθεί | θα έχουμε αναστατωθεί | να έχουμε αναστατωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναστατωθεί | είχατε αναστατωθεί | θα έχετε αναστατωθεί | να έχετε αναστατωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναστατωθεί | είχαν αναστατωθεί | θα έχουν αναστατωθεί | να έχουν αναστατωθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναστατώνομαι