ταράζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /taˈɾa.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐ρά‐ζο‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
ταράζομαι, π.αόρ.: ταράχτηκα, μτχ.π.π.: ταραγμένος, (ενεργ.: ταράζω)
- παθητική φωνή του ρήματος ταράζω → δείτε και την κλίση