ανείπωτα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]ανείπωτα
- κατά τρόπο που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια, απερίγραπτα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανείπωτα